- σαλικός
- -ή, -ό, Ν [Σάλιοι (ΙΙ)]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Σαλίους Φράγκους, ομάδα φύλων τής Κάτω Γερμανίας (α. «σαλικός νόμος» — ποινικός και δικονομικός κώδικας τών Σαλίων Φράγκων, ο σπουδαιότερος από όλους τους τευτονικούς κώδικες νόμων, που εκδόθηκε για πρώτη φορά μεταξύ τού 507 και 511, αλλ. σάλιος νόμοςβ. «σαλική δυναστεία» — βασιλική και αυτοκρατορική δυναστεία τών Γερμανών που βασίλευσε από το 1024 ώς το 1125).
Dictionary of Greek. 2013.